-
1 ὁπόσος
ὁπόσος, ep. ὁππόσος u. ὁπόσσος, Sp. auch ὁππόσσος, correl. zu πόσος, relativ u. indirect fragend, wie groß, wie viel; ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ, Il. 24, 7; ὁππόσα κήδε' ἀνέτλης, Od. 14, 47; κτήματ' ὁπόσσα τοί ἐστι, 22, 220; ὁπόσαι δαπάναι, Pind. I. 4, 64; χὡπόσαι, P. 9, 47; Aesch. Pers. 121, öfter; Soph. Ant. 214; ὁπόσαι τῶν τεχνῶν νῦν εἴρηνται, Plat Polit. 288 d; Soph. 231 c u. öfter; – mit ἄν und conj., wie viel auch immer; ὁπόσον ἂν ᾖ, τοσοῦτον ὅλον ἀναγκαῖον εἶναι, Plat. Soph. 245 d; ὁπόσον ἂν κελεύῃ τις, τοσοῦτον ἐκπιών, Conv. 214 a; Crat. 385 d u. öfter (vgl. Xen. An. 2, 2, 21. 7, 2, 361; ὁπόσῳ πλέον ἄν – τοσούτῳ μᾶλλον, je – desto, Legg. I, 647 e; – c. opt., in indirecter Form der Rede, Xen. An. 1, 2, 1, u. zum Ausdrucke der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, ὁπόσον δὲ προδιώξειαν οἱ Ἕλληνες, τοσοῦτον πάλιν ἐπαναχωρεῖν μαχομένους ἔδει, ibd. 3, 3, 10, vgl. 5, 1, 16.
См. также в других словарях:
τολυπεύω — Α [τολύπη] 1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.) 2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.) 3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek